κυαναμίδιο

κυαναμίδιο
το
χημ. χημική ένωση, αμίδιο τού κυανικού οξέος, υγροσκοπικό κρυσταλλικό στερεό, πολύ ευδιάλυτο στο νερό, στην αιθυλική αλκοόλη και στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cyanamide < cyan- (< κύανος) + amide (κατ' απόσπαση < ammoniaque + κατάλ. -ide)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • θειουρία — Διαμίδιο του θειοανθρακικού οξέος, με τύπο H2N CS NH2, που προκύπτει από την ουρία με αντικατάσταση του οξυγόνου από θείο. Βρίσκεται με τη μορφή λευκών κρυστάλλων, που έχουν σημείο τήξης 180 182°C, πικρή γεύση και είναι μέτρια διαλυτοί στο νερό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”